ἐπαγγελίας

ἐπαγγελίας
ἐπαγγελίᾱς , ἐπαγγελία
command
fem acc pl
ἐπαγγελίᾱς , ἐπαγγελία
command
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επαγγελία — η (Α ἐπαγγελία) [επαγγέλλομαι] 1. υπόσχεση, διαβεβαίωση 2. φρ. «γη τής επαγγελίας» η Χαναάν, η χώρα που υποσχέθηκε ο θεός στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «δημόσια επαγγελία» δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • обѣтованиѥ — ОБѢТОВАНИ|Ѥ (38), ˫А с. 1.Обет, зарок: и по малѹ прѣльщаѥть. врѣдьныими сими ѹпражнении. доиде же и чьрноризьнаго ѡбѣтовани˫а. (τοῦ… ἐπαγγέλματος) СбТр XII/XIII, 77 об.; Дв҃ца съгрѣшивши˫а. по ѡбѣтовании. или черъноризица. ст҃ии ѡц҃и по единомь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Μωυσής — I Βιβλικό πρόσωπο. Προφήτης, νομοθέτης του εβραϊκού λαού και ελευθερωτής του από τη δουλεία στην Αίγυπτο. Σύμφωνα με τη διήγηση της Εξόδου, διέφυγε κατά θαυμαστό τρόπο τη διαταγή του Φαραώ για την εξολόθρευση όλων των παιδιών των Εβραίων· σώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Χαναάν — Ονομασία που χρησιμοποιείται στη Βίβλο για να χαρακτηρίσει το έδαφος που υποσχέθηκε ο θεός στους απογόνους του Αβραάμ και που περιλαμβανόταν μεταξύ της Μεσογείου, της Νεκράς Θάλασσας, του ρου του Ιορδάνη και του Λιβάνου. H ονομασία είναι… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • καθώς — (AM καθώς) Ι επίρρ. με αυτόν τον τρόπο, με τον τρόπο πού, όπως (α. «καθώς καθόσουν βέβαια θά πεφτες» β. «καθώς μού είπες έκανα» γ. «ἀγαπᾱτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾱς», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «καθώς πρέπει» ευπρεπής, ευυπόληπτος β. «καθώς και» όπως …   Dictionary of Greek

  • ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… …   Dictionary of Greek

  • σύσσωμος — η, ο / σύσσωμος, ον, ΝΜΑ ενωμένος σε ένα σώμα («εἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. ολόσωμος, σύγκορμος 2. ολόκληρος, με όλα τα μέλη του («σύσσωμη η αντιπολίτευση απείχε από την ψηφοφορία»).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”